/i/Sözlük İçi

sözlük içi.
  1. 1.
    +2 -1
    yallah trende
    ···
  2. 2.
    0
    Γιαριμχορόζ
     

    ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ζούσε σ' ένα χωριό κάποιος που τον λέγανε Γιαριμχορόζ. Ήταν πολύ φτω­χός. Ένας αγάς του χρωστούσε τρία φλουριά. Αυτός ο αγάς δεν έμενε σ' εκείνο το χωριό, καθόταν μακριά, σ' ένα τσιφλίκι.

    Μια μέρα, αφού τέλειωσε και το ξερό ψωμί που έτρωγε, είπε ο Γιαριμχορόζ:

    - Να πάρω τα λεφτά που μου χρωστάει ο αγάς και να γυρίσω. Από νωρίς το πρωί βγήκε στο δρόμο. Πέρασε ρε­ματιές και λόφους... Στο δρόμο συνάντησε ένα θεριό. Του λέει το θεριό:

    - Πού πας, θείε Γιαριμχορόζ; Με παίρνεις μαζί σου;

    - Θα 'ναι καλά να 'ρθεις παρέα μου, όμως δε θα μπορέσεις να περπατήσεις. Εγώ θα πάω πολύ μακριά.

    - Μπορώ και περπατάω, λέει το θεριό. Δε θα σου είμαι βάρος.

    Δέχτηκε ο Γιαριμχορόζ και πήρε μαζί του το θεριό. Με τα ραβδιά στο χέρι ξεκίνησαν για το μακρι­νό ταξίδι. Πέρασαν ρεματιές, ανεβοκατέβηκαν λόφους, περπάτησαν πολύ. Στο μεταξύ, το θεριό κουράστηκε, άρχισε να κουτσαίνει.

    - Τι έπαθες; του λέει ο Γιαριμχορόζ.

    - Κουράστηκα πολύ, δε θα μπορέσω να προχωρή­σω, απαντάει το θεριό παραπονιάρικα.

    - Τότε, έμπα στον πισινό μου.

    Το βάζει το θεριό στον πισινό του και συνεχίζει το δρόμο ο Γιαριμχορόζ. Μόλις προχώρησαν λίγο, βγήκε μπροστά του μια αλεπού. Ρώτησε κι αυτή για πού το 'βαλε ο Γιαριμχορόζ. Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει ο Γιαριμχορόζ, του λέει η αλεπού:

    - Να 'ρθω κι εγώ μαζί σου; Να πάω να δω, να σεργιανίσω αυτά τα μέρη; Περπάτησαν, περπάτησαν... Κατά το μεσημέρι φτά­σανε σε κάποιο μέρος.

    - Θείε Γιαριμχορόζ, κουράστηκα, άρχισε να λέει η αλεπού.

    - Μα σ' το είπα πως είναι μακρινός ο δρόμος, δε θα μπορέσεις να περπατήσεις.

    Αφού τη μάλωσε κάμποσο την αλεπού, την έβαλε κι αυτή στον πισινό του και συνέχισε το δρόμο.

    Σε λίγο, φτάσανε σ' ένα ρυάκι. Ρώτησε κι αυτό από πού έρχεται και πού πάει ο Γιαριμχορόζ. Κι όταν έμαθε το σκοπό του ταξιδιού του, παρακαλεί το ρυάκι:

    - Πάρε κι εμένα μαζί σου.

    Ο Γιαριμχορόζ δε χάλασε το χατίρι του ρυακιού και το πήρε μαζί του. Περπάτησαν, περπάτησαν. Στο τέλος του κάμπου έφτασαν σε μια ανηφόρα. Λέει το νερό:

    - Δε θα μ
    Tümünü Göster
    ···